- αναδεσμεύω
- (Α ἀναδεσμεύω)νεοελλ.δεσμεύω εκ νέου, ξαναδεσμεύωαρχ.δένω προς τα επάνω, κρεμώ ψηλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + δεσμεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναδεσμευομένην — ἀναδεσμεύω tie up pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδεσμεύειν — ἀναδεσμεύω tie up pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδεσμεύοντες — ἀναδεσμεύω tie up pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδεσμεύων — ἀναδεσμεύω tie up pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)